τριμερώς

формы словаβ
τριμερώς



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τριμερώς? —


εκκλησιασμόςανορθωτήςαπολησμονώευσπλαχνικόςαλεπονουράδιάταωογενήςαμαξοποιόςκαλύτερααποσκιάζωσυγκατάθεσηκαλπουζάνοςκυνικόςαλλότριακαθαρόαιμοςπανέριερήμασμοφυσητικόςκαυχησιολογώμαιαμυγμόςαλκάλωσις




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit