|
ушибленный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μωλωπισμένος? — — τσιγγενές — πρωτομάρτυρας — πρεσβύτερος — αρβαλάω — αψυχαγώγητος — ξεσπόριασμα — στραβώνομαι — ζηλιάρικος — σαλιγκαράκι — χωριατομαθημένος — ωοθηκίνη — συγκρατιέμαι — χαχανίζω — αναχωρητικός — λαχτάρισμα — τάραξη — εξολόθρεμα — αιδημοσύνη — κελύφι — αρχειοθέτης — ιδιόχειρος |
|||