|
(-εως) ο воен. санитар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санитар? — τραυματιοφορεύς как с (ново)греческого переводится слово τραυματιοφορεύς? — санитар — μυκτηριστικός — κέντρισμα — ληστοσυμμορίτης — πίπισμα — τιμονάκι — επισωρευτικός — ρουθουνίζω — φρύνος — αρεσκιά — στήλη — κουλουρτζής — βεργολυγώ — προσδέχομαι — πολυφωνία — αποδιπλώνω — ελλαδικός — αδήωτος — αμπελουργία — απείραχτος — αιμογλοβίνη — άργαστος |
|||