|
το муз. соль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово соль? — σόλ как с (ново)греческого переводится слово σόλ? — соль — ξεκουμπίζομαι — βροντόσαυρος — παρέλαση — μαξιλλαρώνω — μονοπωλώ — ενδόζωα — δεδηλωμένη — βεβηλωτής — εφίσταμαι — βιαιοπραγία — αγροίκος — ηδονολάτρης — τεσσαρακονταετία — αυτονομικός — επιβαίνω — ολόλευκος — όρεξη — προπαγανδιστής — λύω — οικοκύρης — ζουμί |
|||