Новогреческий словарь
μεγαλώνοντας
μεγαλώνοντας
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεγαλώνοντας
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σαΐνης
—
βουρλίζω
—
ταΐστρα
—
άτσουχτος
—
χουβαρντόπαιδο
—
δεκαοκτοετής
—
δευτερομάνο
—
διακάμπτω
—
τσιμπολογώ
—
θολωτός
—
δωδεκαωρία
—
μολύβι
—
πευκόδασο
—
συνεδρία
—
πιτύργιασμα
—
ξεσκλάβωμα
—
τάλιρο
—
εξατμίζω
—
φερεγγυότητα
—
πίνος
—
συνωνυμικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,