Новогреческий словарь
σχοινοβατικός
σχοινοβατικός
относящийся к канатоходцу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к канатоходцу
? —
σχοινοβατικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχοινοβατικός
? — относящийся к канатоходцу
#
(ново)греческий словарь
—
αποϋφαίνω
—
πειραγμένος
—
προαντικειμενικός
—
σαρίδι
—
κόβω
—
αυτοσύστατος
—
ζυγαριά
—
μοσχοβίτικος
—
εντεροειδής
—
μετοχάρης
—
βοητό
—
αψός
—
φαλαινοθηρικός
—
μπλουγούρας
—
ολίγον
—
γλυκοτραγουδιέμαι
—
ξεδιπλώνω
—
στρατιωτίνα
—
αυθάδισσα
—
δεκαοκτοετής
—
ασβάρνιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве