|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ισχυροποιούμαι? — — γαλλί — ξενερίζω — σαμπάνια — γλυκοτραγουδάω — αυτοκτονία — είσοδος — οστεώδης — πλινθουργείο — ξεκουμπίζομαι — σκυλολόγι — Βερολινέζα — μεγαλόδωρος — πυρακτώνω — φτερνοκοπώ — ψαμμόφιλος — κυκλοφοριακός — μαγγώνω — σκί — παράδειγμα — εννεαμελής — βηματόμετρον |
|||