ισχυροποιούμαι

формы словаβ
ισχυροποιούμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ισχυροποιούμαι? —


γαλλίξενερίζωσαμπάνιαγλυκοτραγουδάωαυτοκτονίαείσοδοςοστεώδηςπλινθουργείοξεκουμπίζομαισκυλολόγιΒερολινέζαμεγαλόδωροςπυρακτώνωφτερνοκοπώψαμμόφιλοςκυκλοφοριακόςμαγγώνωσκίπαράδειγμαεννεαμελήςβηματόμετρον




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit