Новогреческий словарь
γατσούνι
γατσούνι
το 1)
кошечка
;
2)
котёнок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кошечка
? —
γατσούνι
как на
(ново)греческом
будет слово
котёнок
? —
γατσούνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γατσούνι
? — кошечка, котёнок
#
(ново)греческий словарь
—
βιλλάνος
—
άϋλος
—
γνωμοδοτικός
—
θεατρολόγος
—
χιλιοστόγραμμο
—
λίβανος
—
δρυοκόπος
—
αντιστοιχώ
—
ανακολλώ
—
διχάλα
—
διεκτέμνω
—
πτώχεψη
—
αντιτετανικός
—
σπονδυλωτό
—
σκουφί
—
γλυκοσάλιασμα
—
ξαναζωντάνεμα
—
σπερβέρι
—
οργανοθεραπεία
—
εγγαστρωμίνη
—
γαλακτοποιός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве