|
ο воен. подчасок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подчасок? — διπλοσκοπός как с (ново)греческого переводится слово διπλοσκοπός? — подчасок — ευτελίζω — ευθυπορία — ερωτεύομαι — ξέθωρος — βαρυπενθής — αλγησις — αθέριστος — ακόσσιτος — λιανέμπορος — κουτουλίζω — αναπαραγωγή — αγωνοθέτης — κούτσαβος — φουντωτός — αφόρετος — κατάκαυση — κοπροσκυλιάζω — διάλεξη — νύχτωμα — επισμηναγός — ανοσολογικός |
|||