|
το мед. тик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тик? — τίκ как с (ново)греческого переводится слово τίκ? — тик — διάφανος — διστακτικά — δέν — αμέταλλος — ζηλόφτονος — αβολιά — ραδιοφωνικός — αναθεμελιωτικάς — οδοντίατρος — οροφιαίος — αμάρα — εξαδυνατώ — φλεβαρήσιος — εγκλιματίζω — διανεύω — περιφερικός — παπάκι — τιμαριώτης — άχαρις — αναχαιντρώνομαι — μεταβάλλω |
|||