|
молотильный; ~ή μηχανή — молотилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молотильный? — αλωνιστικός как с (ново)греческого переводится слово αλωνιστικός? — молотильный — τροχιοδεικτικός — καψούλλι — αγγειοδιασταλτικό — αποτυχημένος — συνεκφορά — πεφταστέρι — μπόλια — κιμάς — δεκάρι — υποψιάζω — χυλοποιώ — κιτρινόμαυρος — ποίηση — νυκτόσημον — ατακτώ — σαρανταλείτουργο — χρυσαφύς — αναριωσύνη — δευτέρι — γλυκαπόδειπνος — πολιτικολογώ |
|||