|
мед. 1) невралгический; 2) перен. чувствительный; τό ~ό σημείο — чувствительное место #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невралгический? — νευραλγικός как на (ново)греческом будет слово чувствительный? — νευραλγικός как с (ново)греческого переводится слово νευραλγικός? — невралгический, чувствительный — διάρμενο — μυελικός — βροντόλυρα — καρβοξύλιο — γυμνόσπερμα — ανάγρσμμα — μυλωνάς — φωτοκοίω — σκλαβώνομαι — προμηνάω — πυριτιδοποιείο — απερίσκεφτος — ειρωνευτής — φρένιασμα — ακροθαλασσιάς — φορτικότητα — γράδο — αποκρατικοποιούμαι — αχτιδοστέφανο — μαλακτικό — φτηνοδουλειά |
|||