|
το рощица; небольшой парк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рощица? — αλσύλλιο как на (ново)греческом будет слово небольшой парк? — αλσύλλιο как с (ново)греческого переводится слово αλσύλλιο? — рощица, небольшой парк — ξεβιδώνω — κίνδυνος — ανυπερτίμητος — ζιγκολό — όψον — συνάρχω — φούτ-μπώλ — τυροπιτάδικο — χουμικός — απλάγιαστος — ευλαβικός — ανυπάκουος — κοσπενταριά — μαυρομάνικος — πολύεδρος — νευρασθένεια — σκοποβολή — χιρσφελδία — εταιρεία — αγεννη — σιδηρίτης |
|||