|
(αόρ. επικατηράσθην) проклинать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проклинать? — επικαταρώμαι как с (ново)греческого переводится слово επικαταρώμαι? — проклинать — γιουχάρισμα — εληά — πλανεύτρα — αρχαιοπωλείο — αναχωμάτωση — πτωχοπρόδρομος — φρυγανώδης — αποθετήριον — νταβραντισμένος — ηλιόβολος — ζερβοκουτάλας — Μογγολία — καρουμπαλάκι — μεταλλοχημικός — πασσαλείφω — ξυλότοιχος — γιαίνω — θώραξ — περιοστίτιδα — στραβοπατιέμαι — γυναικίσια |
|||