|
концентрический; ~οί κύκλοι — концентрические круги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово концентрический? — συγκεντρικός как с (ново)греческого переводится слово συγκεντρικός? — концентрический — κονταρόξυλο — γιδομονόπατο — ιδρυτικός — μουντζαλιά — τσουτσέκι — ανισομερώς — φωνολογία — φτώχεια — επιβραδύνω — ορχεοκήλη — καλίγωμα — φρενολόγος — οπλοδιορθωτής — αγοραστής — διηλώνω — ρεφορμιστικός — λιγόφαγος — λαϊκιστής — υφαλμυρότητα — πασσαλίσκος — χροιά |
|||