|
(-ακος) ο хим. пироксилин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пироксилин? — νιτροβάμβαξ как с (ново)греческого переводится слово νιτροβάμβαξ? — пироксилин — ενδεικνύω — γρύλλισμα — αρόδου — ασκούριαστος — κακογουστιά — σωστρα — πυροδιάσπαση — ημερώνω — διαιρετό — ρεζιλίκι — προφορικά — καταβοή — νοσταλγός — αλατοπιπερωμένος — αποσηπτικός — θήλεια — φασισταράς — επίγραμμα — ατράνευτος — σπανίζω — ασφαλώς |
|||