|
η порох; === καπνός ~τι — слишком крепкий курительный табак; μυρίζει (или βρωμάει) ~ — [phrase]пахнет порохом[/phrase]; έφαγε τή (или τό) ~ μέ τίς φούχτες — [phrase]он закалён в боях; он бывалый солдат[/phrase]; είναι ~τι μοναχό — а) [phrase]он чертовски умён;[/phrase] б) [phrase]он очень вспыльчив, настоящий порох[/phrase]; έγινε ~ — [phrase]он пришёл в ярость[/phrase]; στάχτη καί ~ νά γίνουν όλα! — [phrase]пусть всё провалится в тартарары; пропади всё пропадом![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово порох? — μπαρούτη как с (ново)греческого переводится слово μπαρούτη? — порох — πεφυσιωμένος — ανθράκωση — αντιπαραγγελία — ναυαγοσωστικός — ενδορραχιαίος — υπομνημάτιση — ζαχαροζυμωμένος — κεντρισμός — χαρτζιλίκι — νοτιοανατολικώς — οργκαντίνα — τουρκουάζ — αυγάτιση — σεληνογραφικός — αντίστεκος — διακυλίω — εκφαίνω — ζαβλόκωμα — σταχτύς — δεξαμενή — αχνοβολή |
|||