|
το уст. лилия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лилия? — λείριον как с (ново)греческого переводится слово λείριον? — лилия — προπέτισσα — αντρούλης — υαλοσκεπής — αχρησιμοποίητος — καρκαδιάζω — απομακρύνομαι — καταγράφω — επεξεργαστής — υπονόμευση — χαρτομάντις — περίλαμπρος — ηδύς — φυλογενετικός — ζαχαροδιαβήτης — πελεκούδι — ατέλεστος — μπετόν — σκιάζομαι — μαγκουροφόρος — ενισχυτικός — επανάσταση |
|||