|
οι лингв., лит. руны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово руны? — ρούνοι как с (ново)греческого переводится слово ρούνοι? — руны — χαλικίτις — αστροναυτική — μπεμπέκος — γραμμοσκιά — λαθρεμπορικός — προσιδιάζων — τουρκικός — νωθρός — αναχλιαίνω — βλαστολόγία — διαστρεβλώνω — υδατομέτρηση — χλεύη — λεωφορείο — ζήτηση — τελικώς — διωρυχή — ινδιάνικα — σπουδαίος — φουχτωσιά — απαράδεχτα |
|||