|
ο 1) хрусталь; 2) кристалл; === είμαι λευκός (или καθαρός) σάν ~ — быть кристально честным #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хрусталь? — κρύσταλλος как на (ново)греческом будет слово кристалл? — κρύσταλλος как с (ново)греческого переводится слово κρύσταλλος? — хрусталь, кристалл — στοιχειωδώς — λεξικό — παλινδρομικός — απόσκολα — φιλάλληλος — αγριότητα — γρουσούζης — ωμοφόριο — λιανοτρέμω — πυτιογόνος — αυθόρμητος — τραγουδίστρια — βουνοπλαγιά — αποφαγωμένος — απαγχόνιση — γαστρολογία — ρύαξ — αλωπεκίζω — ξεφύλλισμα — πρύμη — ιππόκαμπος |
|||