|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποδειγμένος? — — πολλάκις — αυτοβιογράφος — κοντολογία — Σλαύος — Αφγάν — μισοκαμωμένος — τεφροδόχος — ανάβρυσμα — εξεικόνιση — νετάρω — περίτριμμα — επάγγελμα — μπιρμπιλομάτης — ατμοποιώ — παπαγαλία — γίδι — αϋφαντάκος — σκληρόκαρδα — απάχης — ψηφιακός — ανεγγιξιά |
|||