|
с.-х. нанимать (пастуха и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нанимать? — ρογιάζω как с (ново)греческого переводится слово ρογιάζω? — нанимать — αιθύλιο — συνεύρεσις — αντίσταση — πομπεύω — επένδυση — ψυχομαντεία — προπαρελθών — βολάζω — κυριολεκτώ — απάνθηση — νότισμα — μεταβάπτιση — βρομογούρουνο — αληθολογία — δέσιμο — δισκοθήκη — τρίγλυφος — ακαλοκάμωτος — αριστοτέχνης — σάνδαλον — μονόματος |
|||