Новогреческий словарь
μπουλονάρω
μπουλονάρω
(αόρ. (ε)μπουλονάρισα )
скреплять болтами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скреплять болтами
? —
μπουλονάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπουλονάρω
? — скреплять болтами
#
(ново)греческий словарь
—
βιολοντσελλίστρια
—
τσιγγουνεύομαι
—
μορφινομανής
—
γοργοκίνητος
—
καλαπόδι
—
πεταλούδι
—
εμβροντησία
—
μεγαλόσταυρος
—
αδρά
—
αυγουστιάτικος
—
πρεστίζ
—
αιμοφιλικός
—
προικώος
—
συντεταγμένη
—
εξαγορευτής
—
συνταρακτικά
—
σκαρπίνι
—
θρόισμα
—
τοκομερίδιο
—
επιχαίρω
—
εχεφρονώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,