|
инстинктивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инстинктивный? — ορμέμφυτος как с (ново)греческого переводится слово ορμέμφυτος? — инстинктивный — πεύκινος — μαγκούφα — ενηλικίωση — αμπελού — βόρεια — αλφαδάκι — κόντημα — ξεφτώ — ξαναγάπησαν — μιμητικός — συναισθηματισμός — κακόστομος — μυρρόλη — έμπεδος — γλωσσοπλάστρια — βιοπαλαίστρια — έμπηξις — προσπελάζω — αποκωδικοποίηση — μαλλάκι — μπεμπέκος |
|||