Новогреческий словарь
ορμέμφυτος
ορμέμφυτ|ος
инстинктивный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
инстинктивный
? —
ορμέμφυτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορμέμφυτος
? — инстинктивный
#
(ново)греческий словарь
—
εφοριακός
—
ιστότοπος
—
αμελητές
—
επέτειος
—
μανικώνω
—
ισοφαρίζομαι
—
έβην
—
ανακλίνω
—
ξαγαπώ
—
κτίζω
—
αίσκιωτος
—
άλλο
—
κάμπτω
—
ηλιοτροπισμός
—
ιπποδύναμη
—
παραλαλάω
—
μερλίνο
—
καριόλα
—
αδρύς
—
ετερόπτερος
—
αντίδοξος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,