|
ο воен. блокирование (тж. перен.); окружение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово блокирование? — εγκλωβισμός как на (ново)греческом будет слово окружение? — εγκλωβισμός как с (ново)греческого переводится слово εγκλωβισμός? — блокирование, окружение — κακοκάρδισμα — σταλιάζω — αναφλεκτικός — περικοσμώ — δασμολόγιο — ερημοκκλήση — νόηση — γονατισιά — αλανάκι — λεονταρισμός — βαφτιστικός — αλέκιαστος — βραβευτής — φαινομενικά — προσαρμοστικός — σαπωνοποιώ — αγαντάρω — αργοσβήνω — χειροθεσία — αλλοπαθητική — τζαμπατζίδισσα |
|||