|
присущий мулу; ~ο πείσμα — ослиное упрямство; ~ο κεφάλι — упрямая голова, упрямец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово присущий мулу? — μουλαρήσιος как с (ново)греческого переводится слово μουλαρήσιος? — присущий мулу — καρδιολόγος — αχειραφέτητος — ευθυμολογώ — λευκόφαιος — μουχλιάζω — άγραφτος — ενστάλαξη — πάμφτωχος — φυσιογνωμική — προδιαγραφή — πλευριτικός — αναπόλυτος — μπεντένι — πρωταίτιος — γλυκολυπάμενος — αποφθέγγομαι — παντρεμένος — μακροκλιματολογία — χειρονομία — ξεγύμνωμα — επέκεινα |
|||