|
плоско-выпуклый (о линзе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плоско-выпуклый? — επιπεδόκυρτος как с (ново)греческого переводится слово επιπεδόκυρτος? — плоско-выпуклый — ενάνθημα — μαγκανοπήγαδο — γραμμένο — αγριλίδα — αγριόσκυλο — ίσασμα — μπαρμπέρικο — αλφαβητισμός — Α — δίστυλος — αχάτης — γερά — κλίκα — καπνοπωλείο — ποιμεναρχία — κουντουράς — γαλακταγωγός — προχειρολογώ — ελαιογόνος — εγκατασταίνω — κληροδότειρα |
|||