|
το мор. тонкая снасть (для такелажных работ) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тонкая снасть? — παρέμβολον как с (ново)греческого переводится слово παρέμβολον? — тонкая снасть — δεκαεπταετής — οπλοφορία — ανθυποναυπηγός — γαϊδουρομούλαρο — αδιαπότιστος — βοσκήσιμος — ξευτιλίζομαι — μειδίαμα — υπεσχημένα — ενημερότητα — σακοβελόνα — σκληρίζω — ενδοκυτταρικός — γυναικομανής — απρόσκοπτα — κατάφυτος — διαπυνθάνομαι — εμποροπανήγυρη — συνασφαλιστής — τσαμπί — θανατερός |
|||