|
первая часть сложных слов, означ. белый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белый? — λευκο- как с (ново)греческого переводится слово λευκο-? — белый — προπαίδευση — επισύναψη — δοβλέτι — βυζάρα — πενταετηρίδα — Αφρικανή — παιδαγωγός — βόστρυχος — χαύνος — βαλίτζα — αποσαρκώνω — διατρέφω — ασχέτιστος — τσερβέλο — ζέβρα — απολειτουργώ — αποβίωση — απόλαυση — υπόξινος — φτερωτή — βοναπαρτισμός |
|||