|
прям., перен. связанный (тж. хим.); είμαι ~ — связанный словом, обещанием #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово связанный? — δεσμευμένος как с (ново)греческого переводится слово δεσμευμένος? — связанный — αναχρονιστικά — ανεμολόγιο — ξελιγοθυμώ — παραψήνω — ορόγαλα — κόφτρα — διλεττάντης — λάτρης — ερωτηματολόγιο — ανεπίκριτος — χτικιάρης — σιγαροθήκη — έβγα — πεντόζη — επισκέπτης — νερωμένος — αβιταμίνωση — χρειαζούμενος — Δωρόθεος — ξεμπαρκάρω — σενσουαλισμός |
|||