|
η отсутствие волос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие волос? — ατριχία как с (ново)греческого переводится слово ατριχία? — отсутствие волос — συγχρονοσκόπιο — ολοφάνερα — οιωνίζομαι — κουκούνα — χυμίζω — ασυνάρτητο — ομιλητικός — λευκάζω — συμφιλιώνω — ανεπίσημος — Αράβισσα — υπαρξίστρια — στιγμιότυπο — ατόπημα — αμελετησιά — εγκραυλίς — αμπαρώνω — μαγγάνι — βληχή — καταρροπαίνω — ιαμβογράφος |
|||