|
ο старый солдат; ветеран (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старый солдат? — παλαίμαχος как на (ново)греческом будет слово ветеран? — παλαίμαχος как с (ново)греческого переводится слово παλαίμαχος? — старый солдат, ветеран — λαβούτο — επαναστατικότητα — σίδηρομεταλλουργία — αλπινίστρια — ραχιαίος — κειμηλιοθήκη — ριζοφάγος — παγανιστής — σχοινιοειδής — ασδερεύω — αμέστωτος — εξατμίζω — ολοκάθαρος — επαρχιώτικος — αδιαπότιστος — μονολιθικά — άλιθος — φτώχεψη — παλιρροιόμετρο — εισποιητός — ξεπιάνω |
|||