|
анат. потовой; ~οί αδένες — потовые железы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потовой? — ιδρωτοποιός как с (ново)греческого переводится слово ιδρωτοποιός? — потовой — παροχέτευση — νόννα — ακουαρέλα — δοκιμαστικά — λιθολογία — περιτείχιση — ναυπηγοεπισκευαστικός — αγκωνή — αναδομώ — αναληφθείς — ποτηριά — πλεμόνι — λιμεναρχώ — αεριομηχανή — σμαρίδα — επανίδρυσις — κυρτός — γουργουλητό — διπλόγραφο — πλανώ — ζεσταίνω |
|||