|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μηχανιστικός? — — αναμασώ — καταγάλανος — ερωτόληπτος — μοσχομυρωδιά — αχερένιος — δημιουργικά — φελλώδης — δόλων — αναστρατοπεδεύω — σπογγαλιεύς — σκυλίτσα — προσχωτικός — είχα — ερμηνέας — ποντικί — ανανταγώνιστος — λογαριθμος — Μαδάρες — ανελεήμων — καθεκλοποιός — κιβώριο |
|||