|
το донышко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово донышко? — πυθμένιον как с (ново)греческого переводится слово πυθμένιον? — донышко — νεοβιταλισμός — αντίσκοπος — ασθενικός — ζωοπανήγυρη — ρέπορτερ — λιόντας — ναυλοσύμφωνο — Κλειώ — καμαρότα — αλίγδωτος — αδιάβλητος — αρχαίος — ξέχειλος — πόλεμος — πρακτικό — παλαιοβιβλιοπώλης — αδίπλιαστος — πορνοπεριοδικό — ξυστρί — νεροζούμι — λυσεντερία |
|||