επιταχυντικός

формы словаβ
επιταχυντικός
ускоряющий



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ускоряющий? — επιταχυντικός
как с (ново)греческого переводится слово επιταχυντικός? — ускоряющий


αξεφύτρωτοςπλάστιγγαανασκίρτησητριμηνιαίοςχιονοστιβάδαανακριβολογίαεπέρρωσαλωποδυσίατριμερήςαμμοθήκηχάλαζαεργοτάξιοσχετίζομαιπληρεξούσιοςδεκασμόςενοφθαλμισμόςπυελικόςαποτόνωσηθανατηφόροςβαλαρίζωγαλακτόρροια




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit