|
ускоряющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ускоряющий? — επιταχυντικός как с (ново)греческого переводится слово επιταχυντικός? — ускоряющий — αξεφύτρωτος — πλάστιγγα — ανασκίρτηση — τριμηνιαίος — χιονοστιβάδα — ανακριβολογία — επέρρωσα — λωποδυσία — τριμερής — αμμοθήκη — χάλαζα — εργοτάξιο — σχετίζομαι — πληρεξούσιος — δεκασμός — ενοφθαλμισμός — πυελικός — αποτόνωση — θανατηφόρος — βαλαρίζω — γαλακτόρροια |
|||