κοιμητήριο

формы словаβ
κοιμητήριο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κοιμητήριο? —


καμακιστήςγροσουλαρίααρνοπροβιάοικονόμοςάύτοπλαστικήστρυμούραδιπλόφαρδοςανασύνθεσηέξιςακαταπτόητοςεχτρόςμισαλλόδοξοςκρουστάλλιονομαστικώςπισωγυρίζωπραγματογνώμωνεπαμφοτερίζωγαμπριάτικοςκεφαλόποδααγαθιόρηςμυτιλοτροφία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit