|
разветвлённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разветвлённый? — δικτυόδρομος как с (ново)греческого переводится слово δικτυόδρομος? — разветвлённый — νταβραντίζω — μηχανοστάσιο — αγαλμάτιο — ενέλιξη — ενδύομαι — ολιγόζωος — μάνιτα — αναντίλεκτος — πισώπλατος — σκατά — αμνηστευτικός — αλευροπρατήριο — δεδουλευμένος — χουμανιστής — γκρεμίλα — μεγιστοποιούμαι — σταχτερός — ρεβιζιονιστικός — μπαχάρι — εσοχή — έγκλειση |
|||