|
прикладной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прикладной? — εφηρμοσμένος как с (ново)греческого переводится слово εφηρμοσμένος? — прикладной — αρωμουνικός — ψώλα — εκχλόωση — αδικημένος — νεκροκεφαλή — ανάλωτος — συγκρότηση — κραδαστικός — παραπίπτω — απόμακτρον — καρδιοκλέφτης — απόβλημα — έγκατα — χαϊβάνι — οδηγούμαι — ρύμη — ανάγνωσμα — ακρότμητος — αναπηρώ — στροβιλίζομαι — ιδροκοπώ |
|||