|
формовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово формовать? — τυπάζω как с (ново)греческого переводится слово τυπάζω? — формовать — οινομετρία — νεκρόκασσα — ορμαθίζω — αρρεναγωγείο — ξερρωγιάζω — ωκεανοπλοϊκός — αντικαθεστωτικός — αντευχοριστώ — φορητότητα — μύρωμα — αμπελολεύκη — φιλοκίνδυνος — μεσοδρομής — ομιλητική — ανείσπραχτος — φορβή — τυπομανία — τουφωτός — ευαρέσκεια — περιγενόμενοι — διγλωσσία |
|||