μωρουδίζω

формы словаβ
μωρουδίζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μωρουδίζω? —


απτέρωτοςπροσωποποιούμαιαλληλοδιαδόχωςλαξεύωάβαξαμβλύτηςεκχλόωσησακχαροφόροςσφοδρότητατσομπάνικοςμάγγανααστραποπελέκιαλισιβερίσισοκακόπαιδοξαλλάζωαναγάλλιασμαακαματωσύνηχηνάρηςστάχωμαθεότρελοςεπτακισχίλιοι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit