|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μωρουδίζω? — — απτέρωτος — προσωποποιούμαι — αλληλοδιαδόχως — λαξεύω — άβαξ — αμβλύτης — εκχλόωση — σακχαροφόρος — σφοδρότητα — τσομπάνικος — μάγγανα — αστραποπελέκι — αλισιβερίσι — σοκακόπαιδο — ξαλλάζω — αναγάλλιασμα — ακαματωσύνη — χηνάρης — στάχωμα — θεότρελος — επτακισχίλιοι |
|||