|
удобоваримый, легко перевариваемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удобоваримый? — ευκολοχώνευτος как на (ново)греческом будет слово легко перевариваемый? — ευκολοχώνευτος как с (ново)греческого переводится слово ευκολοχώνευτος? — удобоваримый, легко перевариваемый — αποφλεγματίζω — εμπαικτικός — φουρτουνιασμένος — εξουθένημο — τετράμηνος — λιούρατζης — εξέλκωση — εξάρτυση — απειλητικός — ολμοβόλο — εκνιτρωτικός — ανεντρόπιαστος — δρέπανο — προορατικότης — συμπεπιλημένος — ασπροσίτικος — παρατύπωμα — αντίξοος — φαυλότητα — σκάρφη — θηρευτός |
|||