|
ο мор. кок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кок? — εσχαρέας как с (ново)греческого переводится слово εσχαρέας? — кок — θρυμμάτισμα — λαοπλάνος — αποστρατεύομαι — στιχοποιός — τσάφ — τεκνοποιητικός — πρόπισσα — κατάληψη — καραβάρα — πάστρα — εξέστην — αμυγδαλένιος — υδρόψυκτος — αλφαδιαστής — φτερομαδώ — σανός — πράγματι — αυγαταίνω — αμφιλύκη — διάστιχο — κοκκαλιάρικος |
|||