|
η беспокойство, волнение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспокойство? — σκοτισμάρα как на (ново)греческом будет слово волнение? — σκοτισμάρα как с (ново)греческого переводится слово σκοτισμάρα? — беспокойство, волнение — μπούκοτάζ — εκναύλωση — ευμετάπειστος — κουζινικά — αλειτουργησία — θηλύκωμα — θειαφόφεγγος — απαγορευτικός — κοιτάμενος — μπουζουκτσής — λαύρα — προκαθήμενος — εντείχιση — άμαθος — μοναχογιός — ρηξιγενής — φυσιολογικός — διδακτός — ανευρύνω — χρησιμοποιήσιμος — ανάργαστος |
|||