|
ο 1) колесница; 2) табуретка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колесница? — δίφρος как на (ново)греческом будет слово табуретка? — δίφρος как с (ново)греческого переводится слово δίφρος? — колесница, табуретка — αρρεναγωγείο — μικροκαβγαδάκι — θρόμβωση — Πέρσης — επταόροφος — εκπομπεύω — ευκραής — παραπέταγμα — πολυγραφότατος — ευγενικότητα — πληροφοριοδότης — γλαστερός — αφυλάκωτος — δημοπρατικός — πρεσβεία — υπόβλητος — εξογκωμένος — τορευτική — λεμονί — στραβοπατώ — μαμούρης |
|||