Новогреческий словарь
συμπυρσοκρότηση
συμπυρσοκρότηση
(-εως) η воен.
залп
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
залп
? —
συμπυρσοκρότηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπυρσοκρότηση
? — залп
#
(ново)греческий словарь
—
τσάταλο
—
σκαταδίωκτος
—
κολοκυθιά
—
άμεμπτος
—
συνταυτισμός
—
αποβάφω
—
δακτυλογραφέσσα
—
αναφλέξιμος
—
ξυλόφωνο
—
κατάστρατα
—
κακοθελητής
—
λειαντήριον
—
στερνά
—
βυζαίνω
—
εναπόθετος
—
καρκινογένεση
—
ωθηση
—
ψηλομύτης
—
νευροψυχολόγος
—
σκουλήκι
—
βρυχώμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве