|
η мадемуазель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мадемуазель? — ντεμουαζέλλα как с (ново)греческого переводится слово ντεμουαζέλλα? — мадемуазель — ανακλαστικός — διαμαντοχρώματα — φεγγαροπρόσωπος — θεοφιλής — σηκώνω — μασσέζ — αχειρία — κατατρύχομαι — αξιοπιστία — μελανώνω — μάγιστρος — μοιράζομαι — νομισματοσυλλέκτης — ξύομαι — εξοικειώνομαι — δευτεραίος — πρωτοπόρος — υπερτατικός — αντηρίδα — διόπτευση — γόμπος |
|||