|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δουλοπρεπώς? — — χρεολύσιο — εγκλωβίζω — Βιολέτα — γραμματολογικός — αποξεριζώνω — διύγρανση — γιέν — ερωτόκαστρο — λάγκεμα — διασκέλισμα — παντομίμα — αποδεικνυόμενος — αυτοπαρουσιάζομαι — δικέντρα — ενοχικός — φιλές — διάπλατα — αχάμνια — κάρκαδο — χολέρα — μπακλαβάς |
|||