|
το плавкость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавкость? — χωνευτόν как с (ново)греческого переводится слово χωνευτόν? — плавкость — στρούγκα — αδροσος — συμπυκνωτήρας — αεικινησία — ιδρωτικός — κουρντιστήρι — λιγοψυχώ — κωμωδία — γραμμογράφηση — ξυλόγλυπτης — αντιμεταρρυθμίστρια — ξινομηλιά — ξεφυσώ — μαθητόκοσμος — λήγοντας — αργορόλευκος — χαρτζιλικώνω — αποστέλνω — κωλοτούμπα — ημιαποικία — καλαμαριά |
|||