Новогреческий словарь
προσφεύγω
προσφεύγω
(αόρ. (ε)πρόσφυγα и προσέφυγαν )
прибегать, обращаться
(за помощью и т. п.);
~ στό δικαστήριο — прибегать к суду
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прибегать
? —
προσφεύγω
как на
(ново)греческом
будет слово
обращаться
? —
προσφεύγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσφεύγω
? — прибегать, обращаться
#
(ново)греческий словарь
—
αναποδογυρισμένος
—
αφομοίωση
—
παραληρηματικώς
—
σίδηρος
—
μονοκατοικία
—
επανωβελονιά
—
δεντροσειρά
—
οραγκουτάγκος
—
αβαθμολόγητος
—
πενθημερία
—
προικισμένος
—
κουταλάκι
—
αναμόχλευμα
—
γραφτός
—
αισθησιολογία
—
αγνωθος
—
υπενοικίαση
—
μαρμαρώνω
—
αίσια
—
ωοειδής
—
ευγονιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве